ρητορικοδιδάσκαλος

ρητορικοδιδάσκαλος
ὁ, Μ
ο ρητοροδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητορικός + διδάσκαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”